- τάνυσμα
- το-ατος.1. τέντωμα, τσίτωμα: Το πρωί όλο τάνυσμα είναι.2. σφίξιμο κατά την αποπάτηση ή τη γέννα.3. ένταση προσπάθειας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τάνυσμα — Ένα τ. με ν δείκτες εναλλαγής συνδυασμένο με τα διανύσματα του τακτικού χώρου, είναι μία συνάρτηση Τ η οποία σε κάθε διατεταγμένη νιάδα διανυσμάτων v1, v2, ..., νν συνδυάζει έναν πραγματικό αριθμό Τ (v1, v2, ..., vν) κατά τρόπο, ώστε να υφίσταται … Dictionary of Greek
ανάγκαση — η [αναγκάζω] 1. χρεία, ανάγκη 2. καταναγκασμός, επίμονη πίεση 3. θυμός, οργή 4. σφίξιμο, τάνυσμα κατά την αποπάτηση 5. χρήση βίας 6. στον πληθ. ωδίνες τοκετού, πόνοι τής γέννας … Dictionary of Greek
πλίξις — εως, ἡ, Α 1. άνοιγμα τών ποδιών προς βάδισμα, βήμα 2. τάνυσμα, τέντωμα 3. (κατά το λεξ. Σούδα) (ως μέτρο μεγέθους) το άνοιγμα τού χεριού, η σπιθαμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλιξ τού πλίσσω/πλίσσομαι «βηματίζω» (πρβλ. πλίξ, αόρ. ἀπ ε πλίξ ατο) + κατάλ.… … Dictionary of Greek
τέντωμα — το, Ν [τεντώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τεντώνω, τάνυσμα, τσίτωμα («το τέντωμα τού σχοινιού») 2. ξεδίπλωμα («το τέντωμα τού πανιού») 3. μτφ. διάπλατο άνοιγμα («τέντωμα τής θύρας») … Dictionary of Greek
τανυσμός — ο, ΝΜ [τανύ(ζ)ω] τάνυσμα, τέντωμα … Dictionary of Greek
τανυστύς — ύος, ἡ, Α τάνυσμα, τέντωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάνυμαι* «τεντώνομαι» + επίθημα τύς (πρβλ. ἀκοντισ τύς)] … Dictionary of Greek
τεινεσμός — και τηνεσμός, ο, ΝΑ τάνυσμα, επώδυνη τάση για αφόδευση ή για ούρηση προκαλούμενη από ερεθισμό ή σπασμό τού αντίστοιχου σφιγκτήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός και εκφραστικός όρος σχηματισμένος από το θ. τού ενεστ. τού ρ. τείνω με επίθημα εσμός, πιθ.… … Dictionary of Greek
παρατέντωμα — το, ατος υπερβολικό τέντωμα, τάνυσμα δυνατό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τάνυση — η τάνυσμα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τανυσμός — ο τάνυσμα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)